σχίζω

σχίζω
σχίζω
1 cut open

ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.24

Καινεὺς σχᾰσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 8. in tmesis, v.

ἀνασχίζω P. 4.228


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχίζω — και σκίζω έσχισα και έσκισα, σχίστηκα και σκίστηκα, σχισμένος και σκισμένος 1. κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω στα δύο: Έσχισε το ύφασμα με τα χέρια του. – Έσχισε τα ξύλα. – Σχίστηκε το δέρμα του. – Έσχισε την εφημερίδα. 2. μτφ., «Σχίζω το νερό, τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχίζω — split pres subj act 1st sg σχίζω split pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

  • σχίζω — σκίζω και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχίζον — σχίζω split pres part act masc voc sg σχίζω split pres part act neut nom/voc/acc sg σχίζω split imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σχίζω split imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζεσθε — σχίζω split pres imperat mp 2nd pl σχίζω split pres ind mp 2nd pl σχίζω split imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζετε — σχίζω split pres imperat act 2nd pl σχίζω split pres ind act 2nd pl σχίζω split imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσαι — σχίζω split aor imperat mid 2nd sg σχίζω split aor inf act σχίσαῑ , σχίζω split aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσον — σχίζω split aor imperat act 2nd sg σχίζω split fut part act masc voc sg σχίζω split fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσω — σχίζω split aor subj act 1st sg σχίζω split fut ind act 1st sg σχίζω split aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχισμένα — σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”